ερπετολογία

ερπετολογία
Κλάδος της ζωολογίας που μελετά τα ερπετά και ιδιαίτερα τα φίδια. Η ε. άρχισε ως επιστήμη με τον Αριστοτέλη, ο οποίος ταξινόμησε τα ερπετά σε τετράποδα, ωοτόκα (χελώνες, κροκόδειλοι, σαύρες), φίδια και βατράχια, περικλείοντας μεταξύ των ερπετών και τα ζώα που σήμερα ονομάζουμε αμφίβια. Ο Κάρολος Λινναίος, ο οποίος καθιέρωσε τον όρο αμφίβια, συνέχισε να ταξινομεί αυτά τα σπονδυλόζωα στα ερπετά. Μόνο μετά το 1850 ο χωρισμός των ερπετών και των αμφιβίων σε δύο ξεχωριστές ομοταξίες έγινε αποδεκτός από όλους τους ζωολόγους. Η νέα ε. ενδιαφέρεται για τα ερπετά που ζουν σήμερα αλλά και για εκείνα που έχουν εκλείψει. Οι σχετικές έρευνες έχουν ως αντικείμενο τη συστηματική κατάταξη, την εξέλιξη, τη ζωή και τις συνήθειες των ερπετών και τα δηλητήρια που υπάρχουν σε αυτά.
* * *
η
ζωολ.
κλάδος τής ζωολογίας ο οποίος ασχολείται αποκλειστικά με τη μελέτη τών ερπετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετο-λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1852 στον Χαρ. Παμπούκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ερπετολογία — η κλάδος της ζωολογίας που ασχολείται με τα ερπετά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ερπετολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ερπετολογία ή στον ερπετολόγο («ερπετολογική μελέτη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετο λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Μ. Γ. Σχινά και Ι. Ν. Λεβαδέως] …   Dictionary of Greek

  • ερπετολόγος — ο ο ειδικός στην ερπετολογία, ο ζωολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερπετό + λόγος (< λέγω)] …   Dictionary of Greek

  • ζωολογία — Κλάδος της βιολογίας που μελετά τα ζώα, είτε στις διάφορες μορφές και εκδηλώσεις τους είτε στις αμοιβαίες σχέσεις με τα όμοιά τους και με το περιβάλλον. Όπως προκύπτει από τον τόσο ευρύ ορισμό, η ζ. περιλαμβάνει διάφορους κλάδους. Με τις μορφές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”